πλέων

πλέων
πλέος
masc/neut gen pl
πλέω
sail
pres part act masc nom sg
πλέως
full
fem gen pl
πλέως
full
masc/neut gen pl (ionic)
πλέω̆ν , πλέως
full
masc/neut gen pl
πλέω̆ν , πλέως
full
masc acc sg
πλέω̆ν , πλέως
full
neut nom/voc/acc sg
πλείων
more
masc/fem nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλέων — ον, Α βλ. πλείων …   Dictionary of Greek

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • Eiserner Steg — 50.1080555555568.6822222222222 Koordinaten: 50° 6′ 29″ N, 8° 40′ 56″ O f1 …   Deutsch Wikipedia

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Pleochroismus — Cordierit Sicht auf die blau violette a Achse …   Deutsch Wikipedia

  • плоути — ПЛ|ОУТИ (50), ОВОУ, ОВЕТЬ гл. 1.Плыть, передвигаться по воде: се бо дѣло вѣтрьнеѥ въспахаѥть въздѹха… питѹѥть плоды || и питѹѥть телеса. что ѹбо кто ре(ч)ть, всѧ сѹща˫а въ неи трѣбовани˫а ихъ и времена, ˫ацѣхъ же свѣдають повелѣни˫а [в др. сп.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …   Dictionary of Greek

  • πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”